καλοθώρητος, -η

καλοθώρητος, -η
-ο αυτός που διακρίνεται καλά ή αυτός που τον βλέπει κανείς με ευχαρίστηση: Η γυναίκα αυτή είναι καλοθώρητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλοθώρητος — η, ο [καλοθωρώ] 1. αυτός που διακρίνεται καλά, καθαρά 2. αυτός τον οποίο βλέπει κάποιος με ευχαρίστηση ή με συμπάθεια, ο ωραίας εμφανίσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”